- φερετρευομαι
- φερετρεύομαιбыть носимым в торжественном шествии
(φερετρευόμενον τρόπαιον Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φερετρευόμενον τρόπαιον Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φερετρεύομαι — Α [φέρετρον] (για τρόπαιο) μεταφέρομαι σε φορείο κατά τη διάρκεια πομπής προς τον ναό τού Φερετρίου Διός … Dictionary of Greek
φερετρευομένου — φερετρεύομαι to be carried on a pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)